εκαεργος

εκαεργος
    ἑκάεργος
    ἑκά-εργος
    2
    действующий на далекое расстояние, т.е. далекоразящий, по друг. далеко отражающий (бедствия)
    

(эпитет Аполлона) Hom., Pind., Arph., Plut.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εκαεργος" в других словарях:

  • εκάεργος — ἑκάεργος, ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α) 1. αυτός που ενεργεί από μακριά 2. ὁ Ἑκάεργος (ως επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει μακριά το τόξο 3. ἡ Ἑκαέργη (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) …   Dictionary of Greek

  • Ἑκάεργος — nine masc nom sg Ἑκαέργος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάεργος — nine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκαέργου — Ἑκάεργος nine masc gen sg Ἑκαέργος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκάεργε — Ἑκάεργος nine masc voc sg Ἑκαέργος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκάεργον — Ἑκάεργος nine masc acc sg Ἑκαέργος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάεργον — Ἑκάεργος nine masc/fem acc sg Ἑκάεργος nine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκαέργου — Ἑκάεργος nine masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάεργε — Ἑκάεργος nine masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκάεργ' — Ἑκάεργε , Ἑκάεργος nine masc voc sg Ἑκάεργαι , Ἑκαέργη nine fem nom/voc pl Ἑκάεργε , Ἑκαέργος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάεργ' — ἑκάεργα , Ἑκάεργος nine neut nom/voc/acc pl ἑκάεργε , Ἑκάεργος nine masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»